-
1 μετάφραση
μετάφραση ηперевод на другой язык:η μετάφραση των Εβδομήκοντα — перевод Семидесяти, Септуагинта, перевод Ветхого Завета с еврейского на греческий язык
Этим.< дргр. μεταφράζω «переводить, обсуждать» < μετα- + φράζω, φράζω «указывать, объяснять» -
2 μετάφραση
[-ις (-εως)] η перевод (на другой язык —тж, действие) -
3 μετάφραση
[мэтафраси] ουσ. Θ. перевод.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετάφραση
-
4 μετάφραση
[мэтафраси] ουσ θ перевод. -
5 μετάφραση
traduction -
6 μετάφραση
1) przekład (m) rzecz.2) tłumaczenie (n) rzecz. -
7 μετάφραση
1) překlad2) překládání -
8 μετάφραση
1) rendition2) translationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μετάφραση
-
9 çeviri
μεταφραση -
10 çevirme
μετάφραση, αναγωγή, μετατροπή -
11 tercüme
μετάφραση, διερμηνεία -
12 traduction
μετάφραση -
13 překlad
μετάφραση -
14 překládání
μετάφραση -
15 rendition
μετάφραση -
16 translation
μετάφραση -
17 przekład
μετάφραση -
18 tłumaczenie
μετάφραση -
19 буквальный
буквальный κυριολεχτικός; \буквальный перевод η κατά λέξη μετάφραση* * *буква́льный перево́д — η κατά λέξη μετάφραση
-
20 дословный
дословный κυριολεχτικός; \дословный перевод η κυριολεχτική μετάφραση* * *досло́вный перево́д — η κυριολεχτική μετάφραση
См. также в других словарях:
μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… … Dictionary of Greek
μετάφραση — η 1. η μεταφορά προφορικού λόγου ή γραπτού κειμένου σε άλλη γλώσσα, η μεταγλώττιση: Η μετάφραση ενός θεατρικού έργου είναι δύσκολη. 2. γραπτό κείμενο που έχει μεταφραστεί: Έκανε μια άψογη μετάφραση της Ιλιάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εβδομήκοντα, μετάφραση των- — Η μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, που έγινε –σύμφωνα με την παράδοση– από ομάδα 72 ελληνιστών Ιουδαίων. Πήρε την ονομασία των Ε. για χάρη συντομίας και παριστάνεται συμβολικά με το γράμμα Ο’. Είναι η πιο … Dictionary of Greek
Jacqueline de Romilly — Pour les articles homonymes, voir Romilly et Worms. Jacqueline Worms de Romilly Nom de naissance Jacqueline David Activités Helléniste, philologue, écrivain et professeur Naissance … Wikipédia en Français
Ευαγγελικά — Ονομάστηκε έτσι η σειρά των βίαιων αντιδράσεων μιας μερίδας του Τύπου και των φοιτητών, όταν δημοσιεύτηκε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Οι αντιδράσεις αυτές κορυφώθηκαν με τα αιματηρά γεγονότα στις 8 Νοεμβρίου 1901 οδηγώντας τη χώρα … Dictionary of Greek
Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… … Dictionary of Greek
Πάλλης, Αλέξανδρος — I (Πειραιάς 1851 – Λίβερπουλ 1935). Έλληνας λογοτέχνης και μεταφραστής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό. Φοίτησε για λίγο στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ύστερα πήγε στην Αγγλία, στο Λίβερπουλ, όπου… … Dictionary of Greek
Kiriaki Chrisomalli-Henrich — (griechisch Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich, auch in der Transkription Kyriaki Chrysomalli Henrich, * 18. Januar 1946 in Thessaloniki) ist eine deutsch–griechische Neogräzistin und Übersetzerin. Leben und Werk Chrisomalli stammt aus… … Deutsch Wikipedia
Παντσατάντρα — Λέγεται και Παντσαράτρα. Παλαιότατη ινδική συλλογή διδακτικών διηγήσεων, που την αποτελούσαν αρχικά 11 13 βιβλία και η οποία σώθηκε σε παραλλαγή. Η Π. περιέχει 70 μύθους, κυρίως σε πεζό, με ήρωες δύο τσακάλια, τον Καρατάκα και τον Νταμανάκα. Ο… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek